- οπτευτήρ
- ὀπτευτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)(σχετικά με τον Ήφαιστο) αυτός που σφυρηλατεί το σίδερο, ο σιδηρουργός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (II) «ψημένος» + επίθημα -τήρ, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *ὀπτεύω «βάζω στη φωτιά», πιθ. κατά το καμινευτήρ].
Dictionary of Greek. 2013.